μναμοσύνας

μναμοσύνας
μνᾱμοσύνᾱς , μνημοσύνη
remembrance
fem acc pl (doric)
μνᾱμοσύνᾱς , μνημοσύνη
remembrance
fem gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λιπαράμπυξ — λιπαράμπυξ, υκος, ὁ, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει λιπαρό άμπυκα, λαμπρό διάδημα, ταινία τής κεφαλής («εἰ Μναμοσύνας ἕκατι λιπαρόμπυκος», Πίνδ.) 2. (παρωδία στον Αριστοφ.) ως επίθ. καρύκευμα ψαριών («οἱ δὲ Θασίαν ἀνακυκῶσι λιπαράμπυκα», Αριστοφ.).… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”